- δίχρονος
- -η, -ο (AM δίχρονος, -ον)γραμμ. (για τα φωνήεντα α, ι, υ) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, άλλοτε μακρόχρονο κι άλλοτε βραχύχρονονεοελλ.1. (μετρ.) συλλαβή στον στίχο που θεωρείται άλλοτε μακρόχρονη κι άλλοτε βραχύχρονη2. αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη μηχανή»)II μσν.-νεοελλ.1. αυτός που διαρκεί δύο χρόνια2. διχρονίτικος, διετήςμσν.το ουδ. ως ουσ. το δίχρονον (και ως επίρρ.)διάστημα δύο ετών, δύο χρόνιααρχ.1. αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές2. ο ισοδύναμος με δύο ενωμένους χρόνους.
Dictionary of Greek. 2013.